- πρόφρασσα
- ἡ, Αβλ. πρόφρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόφρασσα — προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» … Dictionary of Greek
πρόφρασσ' — πρόφρασσαι , προφράζω tell aor imperat mid 2nd sg πρόφρασσαι , προφράζω tell aor imperat mid 2nd sg πρόφρασσα , προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) πρόφρασσα , προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) πρόφρασσε , προφράζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)